φυματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
αιτιάρης — [αιτία] 1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής 2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός 3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης … Dictionary of Greek
βερέμης — ισσα, ικο 1. φυματικός 2. καχεκτικός 3. δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem] … Dictionary of Greek
βερεμιάζω — [βερέμης] 1. γίνομαι φυματικός 2. μεταδίδω φυματίωση σε κάποιον … Dictionary of Greek
βερεμιάρης — ο [βερέμι (Ι)] 1. φυματικός 2. καχεκτικός … Dictionary of Greek
μαραζλής — ο φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marazli] … Dictionary of Greek
στηθικός — ή, ό / στηθικός, ή, όν, ΝΑ [στῆθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος νεοελλ. αυτός που έχει προσβληθεί από φυματίωση, φυματικός, χτικιασμένος … Dictionary of Greek
συντακής — ές, Α ασθματικός ή φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντακ τού ρ. συντήκομαι «εξαφανίζομαι, διαλύομαι», πρβλ. μέλλ. συντακ ήσομαι (πρβλ. ψυχο τακής)] … Dictionary of Greek
φθινώδης — ῶδες, Α 1. φθισικός, φυματικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες η κατάσταση τού φυματικού 3. φρ. «φθινώδης νόσος» η φυματίωση (Παυσ.). επίρρ... φθινωδῶς Α σε κατάσταση φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek